κάτοιδ'

κάτοιδ'
κάτοιδα , κάτοιδα
know well
perf ind act 1st sg
κάτοιδε , κάτοιδα
know well
perf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάτοιδα — (Α) 1. γνωρίζω κάτι καλά («ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων όμήγυριν», Αισχύλ.) 2. γνωρίζω κάποιον εξ όψεως, αναγνωρίζω («τὸ Γοργοῡς δ οὐ κάτοιδ ἐγὼ κάρα», Ευρ.) 3. φρ. «οὐ κατειδώς» ασυνείδητα, ακούσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἶδα «γνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”